ΟΙ ΑΣΥΜΜΕΤΡΕΣ ΑΠΕΙΛΕΣ ΩΣ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥΣ

Konstantinos Grivas
(Αναλυτής)

Copyright: Konstantinos Grivas on line

Σημ: Η Ομιλία αυτή έλαβε χώρα στην Ημερίδα που διοργανώθηκε από τη ΠΟΣΕΥΠ με θέμα: Κράτος-Ασφάλεια και ο Ρόλος των Υπηρεσιών Πληροφοριών: Η Περίπτωση της Ελλάδας, Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008, King George Palace, Αθήνα, Ελλάδα.

Στην ομιλία μου, θα επιχειρήσω μια αρχική προσέγγιση των ασύμμετρων απειλών ως ένα ευρύτερο γεωπολιτικό φαινόμενο, ενδεικτικό του σημερινού διεθνούς συστήματος και τον ρόλο των σύγχρονων υπηρεσιών πληροφοριών σε αυτό.

Μελετώ το φαινόμενο των ασύμμετρων απειλών από το 1995. Από τότε μέχρι σήμερα αδυνατώ να δώσω έναν επαρκή ορισμό για το τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο ασύμμετρη απειλή και νομίζω ότι αυτή η αδυναμία είναι γενικότερη. Ας μην παρασυρθεί κάποιος και παραθέσει τον περιοριστικό ορισμό που δίνει το ΝΑΤΟ ή κάποιος άλλος οργανισμός άμυνας και ασφάλειας. Παρενθετικά να πούμε ότι οι ορισμοί που δίνει το ΝΑΤΟ είναι αποτελέσματα νοηματικών, πολιτικών, επιχειρησιακών και άλλων συμβιβασμών και στόχος τους είναι να προσφέρουν ένα κοινό πλαίσιο εργασίας σε ανθρώπους και οργανισμούς από διαφορετικές χώρες και με διαφορετικές κουλτούρες και όχι τόσο να εκφράσουν την πλήρη δυναμική των εννοιών που εξετάζει. Σε κάθε περίπτωση το ΝΑΤΟ δεν είναι το αντίστοιχο των οικουμενικών συνόδων, ώστε να δεχόμαστε τους ορισμούς του ως θέσφατα, όπως κάνουν πολλοί διεθνολόγοι.

Εν πάση περιπτώσει, αυτή η αδυναμία απόδοσης επαρκούς ορισμού πρόκειται για οργανικό στοιχείο της ίδιας της έννοιας της ασύμμετρης απειλής και κατά την άποψή μου, αποτελεί έκφανση ενός ευρύτερου γεωπολιτικού φαινομένου, το οποίο είναι η εγγενής ασάφεια του σημερινού διεθνούς συστήματος. Νομίζω ότι σήμερα, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς με την ίδια μας την επιστημονική υπόσταση ως διεθνολόγοι, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι αδυνατούμε να προσδώσουμε ακόμη και βασικά χαρακτηριστικά στο διεθνές σύστημα, όπως για παράδειγμα αν είναι πολυπολικό, μονοπολικό ή κάτι άλλο προσδιορίσιμο, έστω και εν δυνάμει.

Το σημερινό μετανεωτερικό διεθνές σύστημα, αν μου επιτρέπεται αυτός ο όρος, είναι από τη φύση του ασαφές, ρευστό και μη προσδιορίσιμο σε μεγάλο βαθμό, ακριβώς γιατί οι ίδιοι συνθετικοί δομικοί παράγοντες που το διαμορφώνουν, όπως είναι το έθνος – κράτος, βρίσκονται υπό συνεχή μετάλλαξη και ακόμη δεν έχει αποσαφηνιστεί όχι μόνο ο ρόλος αλλά η ίδια η διεθνολογική τους υφή. Ακόμη και οι δυναμικοί παράγοντες διαμόρφωσης του διεθνούς συστήματος (δηλαδή αυτοί που ενοποιούν τα ‘δομικά’ στοιχεία, σαν το έθνος κράτος που αναφέραμε πριν) όπως είναι η ισχύς, είναι πάρα πολύ δύσκολο έως αδύνατον να προσδιοριστούν σήμερα και βρίσκονται υπό συνεχή μετάλλαξη, ακόμη και αν περιοριστούμε στην πιο απλοποιημένη απόδοση του όρου ισχύς, δηλαδή στην στρατιωτική της διάσταση.

Σε μεγάλο βαθμό, λοιπόν, προκύπτει μια αδυναμία της παραδοσιακής διεθνολογικής σκέψης να αναλύσει το σημερινό διεθνές περιβάλλον και αναφέρομαι σε όλες τις θεωρίες, ρεαλιστικές, φιλελεύθερες ουτοπικές, νεορεαλιστικές, κλπ, ακόμη και τις μετανεωτερικές προσεγγίσεις περί ‘αποδόμησης’. Η αδυναμία αυτή προέρχεται από το δομικό επιστημολογικό τους υπόβαθρο, το οποίο προσπαθεί να ‘καθυποτάξει’ τα πραγματικά δεδομένα σε ένα άκαμπτο θεωρητικό πλαίσιο, έστω και αν το πλαίσιο αυτό είναι το ‘αποδομητικό’ σχήμα του διεθνολογικού μηδενισμού. Τολμώ να πω πως μόνον η σύγχρονη γεωπολιτική μέθοδος, η οποία αντιμετωπίζει τον κόσμο ως μια δυναμική εξίσωση συστατικών μερών, όπως είναι η τεχνολογία, ο πολιτισμός, το γεωγραφικό περιβάλλον κλπ, και τα οποία βρίσκονται σε οργανική – αλληλεπιδραστική σχέση μεταξύ και δεν μπορούν να απομονωθούν και να μελετηθούν ξεχωριστά, μπορεί να έχει αποτελέσματα.

Το βασικό πλεονέκτημα της γεωπολιτικής μεθόδου ανάλυσης, εκτός από τον ‘ολιστικό’ της χαρακτήρα, είναι η εγγενής ‘μορφικότητά’ της, το ότι δηλαδή προσαρμόζεται συνεχώς στην πραγματικότητα, αντί να επιχειρεί να εγκιβωτίσει την πραγματικότητα μέσα στο θεωρητικό της πλαίσιο. Εν πάση περιπτώσει, το θέμα της κρίσης των διεθνών θεωριών δεν μας αφορά σήμερα και δεν θα προχωρήσουμε περισσότερο στην ανάλυσή του.

Αυτό που θέλω να κρατήσετε από όλα τα παραπάνω είναι ότι συνειδητοποιούμε ολοένα και περισσότερο πως ζούμε σε έναν ασαφή, ρευστό, απροσδιόριστο κόσμο, έναν ‘θολό’ κόσμο, στον οποίο τα σύνορα μεταξύ ειρήνης και πολέμου γίνονται ολοένα και πιο δυσδιάκριτα. Σε αυτό το πολύπλοκο και δαιδαλώδες διεθνές περιβάλλον τα ενοποιημένα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας μπορεί να γίνουν κατανοητά μόνο μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των διεθνών ζητημάτων. Ένα πολύ απλό παράδειγμα μπορεί να είναι το φαινόμενο της πιθανής κλιματικής αλλαγής και οι επιδράσεις που αυτό, άμεσα ή έμμεσα, θα έχει σε θέματα μαζικής μετακίνησης πληθυσμών, τρομοκρατίας, οργανωμένου εγκλήματος κλπ.

Για να μπορέσουμε λοιπόν να ‘αναγνώσουμε’ αυτόν τον ‘θολό’ κόσμο και να προσδιορίσουμε τα υπό διαμόρφωση προβλήματα άμυνας και ασφάλειας, πολλά εκ των οποίων είναι εντελώς καινούργια για την εμπειρία μας, χρειαζόμαστε και νέου τύπου εργαλεία και ένα από αυτά μπορεί να είναι μια σύγχρονη υπηρεσία πληροφοριών.

Γιατί όμως μια υπηρεσία πληροφοριών; Η απάντηση είναι πολύ απλή. Οι υπηρεσίες πληροφοριών από την ίδια τους τη φύση είναι, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι, ‘μορφικές’ δηλαδή προσαρμόζονται συνεχώς στο ‘σχήμα’ της απειλής, προσόν ιδιαίτερα σημαντικό σε ένα πρωτόγνωρο περιβάλλον ασφάλειας όπου η παλιά γνώση όχι μόνο δεν είναι κατ’ ανάγκη χρήσιμη αλλά μπορεί να δημιουργήσει επικίνδυνες ‘εικονικές πραγματικότητες’. Επίσης, οι υπηρεσίες πληροφοριών είναι (ή πρέπει να είναι) ‘καχύποπτες’ και με φαντασία. Μια ιδανική υπηρεσία πληροφοριών επιχειρεί να ‘σκέφτεται το αδιανόητο’, να ‘φαντάζεται το αφάνταστο’, να αναλύει το δυναμικό φαινομενικά ασήμαντων παραγόντων, να κάνει προεκτάσεις στο μέλλον, να ‘ξεψαχνίζει’, να είναι επίμονη, σχολαστική, να έχει αντισυμβατική σκέψη και να προσπαθεί να ‘ξεκλειδώνει’ συνεχώς το μέλλον.

Αυτές ακριβώς οι ιδιότητες είναι αυτές που μπορούν να της επιτρέψουν να λειτουργήσει, ως ένα βασικό εργαλείο ανάγνωσης ενός ρευστού κόσμου, ένα σύστημα στρατηγικής πρόβλεψης και ανάλυσης. Αυτήν τη ‘μορφικότητα’ δεν την έχουν άλλοι κρατικοί φορείς, οι οποίοι είναι περιορισμένοι σε δεδομένα αντικείμενα από την ίδια τους τη φύση.

Πολλοί από εσάς είμαι σίγουρος ότι δυσανασχετείτε ήδη με τα λεγόμενά μου και σκέφτεστε ότι όλα αυτά είναι φλύαρες και ανούσιες γενικολογίες, στην καλύτερη περίπτωση και εκνευριστικές ανοησίες στη χειρότερη.Θα μου επιτρέψετε λοιπόν να γίνω λίγο περισσότερο συγκεκριμένος και να επισημάνω μια κρίσιμη απαίτηση που κατά την άποψή μου καλούνται να καλύψουν οι υπηρεσίες πληροφοριών στα χρόνια που έρχονται, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των ασύμμετρων απειλών.

Είπαμε πιο πάνω, ότι ο ορισμός των ασύμμετρων απειλών είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατον να δοθεί. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να προσδιορίζουμε συγκεκριμένες ασύμμετρες απειλές και να αναζητούμε μεθόδους αντιμετώπισής τους. Σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι που εντοπίζεται μια πολύ μεγάλη παγίδα στην οποία φοβάμαι ότι έχουμε ήδη πέσει. Δυστυχώς, σε πολύ μεγάλο βαθμό οι ασύμμετρες απειλές έχουν ταυτιστεί με τις υπερτρομοκρατικές ενέργειες, προερχόμενες κυρίως από ισλαμιστικές ένοπλες ομάδες. Η μονολιθική αυτή προσέγγιση κρύβει δύο πολύ μεγάλους κινδύνους. Ο πρώτος από αυτούς είναι να αφοσιωθούμε μέχρι μονομανίας σε ένα ουτοπικό κυνήγι της απόλυτης ασφάλειας, το οποίο μπορεί να μας οδηγήσει σε έναν φοβικό πολιτισμό και στη δημιουργία ενός ανεξέλεγκτα επεκτεινόμενου παραλυτικού φαινομένου μέσα στις κοινωνίες μας, το οποίο μπορεί να έχει δραματικές επιπτώσεις για το μέλλον του δυτικού πολιτισμού και της Δύσης ως γεωπολιτική οντότητα στα χρόνια που έρχονται.

Κυρίως όμως, απειλεί να μας εγκλωβίσει σε μια ‘τακτική’ αντίληψη περί ασύμμετρων απειλών, στερώντας μας έτσι τη δυνατότητα να εντοπίσουμε, να αναλύσουμε και να αντιμετωπίσουμε ‘στρατηγικές’ ασύμμετρες απειλές. Πώς ορίζονται αυτές; Σε πολύ γενικές γραμμές στρατηγικές ασύμμετρες απειλές είναι αυτές που μπορούν να απειλήσουν, όχι απλώς με μια εκατόμβη θυμάτων αλλά να θέσουν εν κινδύνων την ίδια την ενότητα και την υπόσταση της κοινωνίας.

Στο πλαίσιο αυτό, θα μου επιτρέψετε να σκιαγραφήσω μια τέτοια δυνητική στρατηγική ασύμμετρη απειλή η οποία κατά την άποψή μου, μπορεί να έχει δραματικές συνέπειες στα χρόνια που έρχονται.

Αναφέρθηκα πιο πάνω στην οργανική ασάφεια του σημερινού διεθνούς περιβάλλοντος. Ένας από τους παράγοντες, λοιπόν, που πρωτίστως συνεισφέρουν σε αυτήν την ασάφεια είναι η σχιζοφρενική συμβίωση της ενίσχυσης του εθνικισμού με την άρνηση του έθνους, ακόμη και μέσα στην ίδια κοινωνία. Από τη μία, δηλαδή, έχουμε τη μετανεωτερική θεώρηση που κυριαρχεί στις ελίτ και σε ένα τμήμα του πληθυσμού των δυτικών χωρών και η οποία θεωρεί το έθνος σαν ένα εφεύρημα και μια αυθαίρετη επιλογή των πολιτών, ενώ από την άλλη, μέσα στην ίδια κοινωνία επαναλαμβάνω, παρουσιάζεται το φαινόμενο της ανάπτυξης ισχυρότατων εθνικιστικών αισθημάτων σε μεγάλες πληθυσμιακές μάζες.

Το φαινόμενο αποκτά επικίνδυνες διαστάσεις και εδώ ακριβώς είναι που αρχίζει να αποκτά τον χαρακτήρα στρατηγικής ασύμμετρης απειλής, στην περίπτωση που στις ίδιες χώρες συμβιώνουν διαφορετικές εθνοτικές ομάδες, είτε αυτόχθονες όπως στην περίπτωση της Ισπανίας ή του Βελγίου, είτε προερχόμενες από μετανάστευση. Επιδεινώνεται δε ακόμη περισσότερο από τη βαθιά κρίση που αντιμετωπίζουν τα μοντέλα των κοινωνιών – χωνευτηρίων, όπου η εθνική συνείδηση αποκτάται με την ιδιότητα του πολίτη, με προεξάρχον παράδειγμα αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών και τα οποία πλέον, πολύ απλά, τείνουν να καταστούν ανεπαρκή.

Η κατάσταση καθίσταται δραματική σε περιοχές όπως τα Βαλκάνια, τα οποία μαστίζονται από καταπιεσμένες εθνικιστικές ονειρώξεις αλυτρωτισμού, όπου η συμβίωση συμπαγών εθνοτικών ομάδων μέσα στην ίδια χώρα μετατρέπεται σε μια γεωπολιτική φιάλη νιτρογλυκερίνης, αν μου επιτρέπεται αυτή η παρομοίωση. Ο πυροκροτητής αυτής της γεωπολιτικής βόμβας μπορεί να είναι η ανορθολογική εμμονή των ελίτ να επιβάλλουν το μοντέλο της ‘κατ’ απονομήν’ εθνικής συνείδησης με την παροχή ιθαγένειας σε εισαγώμενους πληθυσμούς, οι οποίοι έχουν ισχυρή διαφορετική εθνική συνείδηση από τους εγχώριους, γεγονός που ενδέχεται να οδηγήσει σε φαινόμενα ρουαντοποίησης.

Αυτός είναι και ο απόλυτος γεωπολιτικός εφιάλτης και η απόλυτη ασύμμετρη απειλή που μπορώ να σκεφτώ για τη χώρα μας. Δηλαδή η ανάπτυξη δύο ισχυρών και ανταγωνιστικών εθνικισμών μέσα στην ίδια χώρα, στις ίδιες πόλεις, στις ίδιες γειτονιές στις ίδιες πολυκατοικίες. Λυπάμαι που γίνομαι τόσο λαϊκιστικά γλαφυρός αλλά η μελέτη των παραδειγμάτων από τη διεθνή πραγματικότητα λειτουργεί κυριολεκτικά σαν γεννήτρια εφιαλτών.

Βέβαια, όλα αυτά μπορεί να φαίνονται υπερβολικά, ανόητα, φαντασιόπληκτα έως και ακραία, σε πολλούς και θα αναγκαστώ να συμφωνήσω μαζί τους. Ωστόσο, δύσκολα μπορώ να παραδεχθώ ότι οι ανησυχίες αυτές στερούνται παντελώς ρεαλιστικής βάσης. Και θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η γεωπολιτική πραγματικότητα δεν είναι μόνο αυτό που συμβαίνει αλλά και αυτό που μπορεί να συμβεί και κάθε γεωπολιτικός αναλυτής που σέβεται την ιδιότητά του οφείλει να λαμβάνει υπόψη και τις πιο ακραίες πιθανότητες.

Καταλήγοντας, στην αντιπαράθεση περί αναγκαιότητας και του ρόλου των υπηρεσιών πληροφοριών στη σημερινή εποχή πολλές φορές εκφράζεται η άποψη ότι αυτές εκφράζουν έναν παλαιότερο κόσμο όπου υπήρχε πενία πληροφοριών. Αντιθέτως, σήμερα, σε έναν κόσμο που ‘μαστίζεται’ από κατακλυσμό πληροφοριών οι περισσότερες εκ των οποίων μάλιστα προέρχονται από ανοιχτές πηγές, υποστηρίζεται ο ρόλος των υπηρεσιών πληροφοριών περιορίζεται. Δική μου άποψη είναι ότι ακριβώς γιατί βρισκόμαστε σε έναν ωκεανό πληροφοριών, μόνο μια εξειδικευμένη υπηρεσία μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως προς τον εντοπισμό, την ανάλυση και τη σύνθεση πληροφοριών που αφορούν την εθνική ασφάλεια και τον διαχωρισμό τους από τον ‘θόρυβο’.

Πολύ περισσότερο όμως, θα επαναλάβω αυτό που ανέφερα πιο πάνω, ότι, δηλαδή, σε έναν ρευστό, ασαφή κόσμο, όπου τα προβλήματα άμυνας και ασφάλειας συνεχώς διαπλέκονται και μεταλλάσονται, μια σύγχρονη υπηρεσία πληροφοριών μπορεί να αποτελέσει κρίσιμης σημασίας εργαλείο υποβοήθησης πολιτικής, όχι μόνο στους τομείς άμυνας και ασφάλειας, υπό την ‘παραδοσιακή’ περιορισμένη έννοια των δύο αυτών όρων, αλλά και σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και κυρίως προσδιορισμού μιας μακρόπνοης εθνικής στρατηγικής, σύμφωνα με τις αγωνίες, τις απαιτήσεις και τις στοχοθετήσεις του ελληνικού λαού.

Φυσικά, αυτή είναι μόνον μία από τις διαστάσεις του σύγχρονου περιβάλλοντος ασφάλειας που καλείται να καλύψει μια σύγχρονη υπηρεσία πληροφοριών, αλλά στο περιορισμένο πλαίσιο αυτής της ομιλίας δεν μπορούμε να επεκταθούμε παραπάνω. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που θα ήθελα να κρατήσετε από την ομιλία μου είναι ότι θα πρέπει να αφήσουμε πίσω μας το στερεότυπο της «σκοτεινής δύναμης» που έχουμε για μια υπηρεσία πληροφοριών, ή αυτό του «κατασκόπου που δουλεύει στο σκοτάδι» και να την αντιμετωπίσουμε ως ένα ισχυρό εργαλείο στα χέρια της κοινωνίας για την ερμηνεία προβλημάτων κρίσιμης σημασίας και πρόγνωσης των πιο ζοφερών εκφάνσεων του μέλλοντος, όχι βέβαια για να κινδυνολογήσει αλλά για να επιχειρήσει να τις αποφύγει.

 

We use cookies

We use cookies on our website. Some of them are essential for the operation of the site, while others help us to improve this site and the user experience (tracking cookies). You can decide for yourself whether you want to allow cookies or not. Please note that if you reject them, you may not be able to use all the functionalities of the site.