Του Δρος Νίκου Λάου
(Εφημερίδα «Η Ελλάδα αύριο», 31 Δεκεμβρίου 2012)
Copyright: www.hellada.gr
Η δημιουργική κατανόηση της πολύπλευρης και πολυειδούς κρίσης στην οποία βρίσκονται ο Δυτικός κόσμος και η χώρα μας ειδικότερα μπορεί τα επιτευχθεί με άξονες δύο πολύ διαφωτιστικά βιβλία-οδηγούς: το πρώτο τιτλοφορείται «Η Κρίση Χωρίς Τέλος» (La Crise sans fin), συγγραφέας του είναι Γαλλίδα φιλόσοφος Μιριάμ Ρεβό Νταλόν (Myriam Revault d’Allonnes), καθηγήτρια στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales, και εξεδόθη τον Αύγουστο του 2012, και το δεύτερο τιτλοφορείται «Ο Λυγμός του Λευκού Ανθρώπου» (Le sanglot de l’homme blanc), συγγραφέας του είναι ο Γάλλος στοχαστής και συγγραφέας Πασκάλ Μπρικνέρ (Pascal Bruckner) και εξεδόθη τον Απρίλιο του 2002.
Σήμερα δεν μιλάμε για μια κρίση η οποία είναι απλώς μια φάση –ένας ιστορικός σταθμός– μιας ιστορικής πορείας που γνωρίζουμε από πού έρχεται και πού πηγαίνει μετά τη φάση της κρίσης. Ούτε έχουμε να κάνουμε απλώς με μια από τις γνωστές κρίσεις του οικονομικού κύκλου, την οποία θα διαδεχθούν άλλες παρόμοιες. Σήμερα μιλάμε για «την κρίση» («la crise») –τονίζει η Μιριάμ Ρεβό Νταλόν– η οποία δεν είναι μια κρίση σαν τις άλλες, αλλά μια παγκόσμια κρίση η οποία επελαύνει στη χρηματοοικονομική, στην παιδεία, στην κουλτούρα, στις διαπροσωπικές σχέσεις και στην οικογένεια (περιλαμβανομένου του θεσμού του γάμου), καθώς και στο περιβάλλον.
Στο βιβλίο της «Η Κρίση Χωρίς Τέλος», η Μιριάμ Ρεβό Νταλόν –αφού αναλύσει την έννοια της κρίσης σύμφωνα με τους αρχαίους, τους μεσαιωνικούς και τους νεότερους φιλοσόφους– επισημαίνει ότι η κρίση, περισσότερο από μια έννοια, είναι μια μεταφορά η οποία δεν αναφέρεται μόνο σε μια αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και σε μια εμπειρία ζωής. Η κρίση λοιπόν αφηγείται και μαρτυρεί τη δυσκολία του σύγχρονου ανθρώπου να στοχαστεί και να συλλάβει τον προσανατολισμό της πορείας του προς το μέλλον.
Η κρίση, ως έννοια και ως εμπειρία, έχει μεταλλαχθεί, γράφει η Μιριάμ Ρεβό Νταλόν: ενώ η αρχική έννοια της κρίσης δηλώνει την αποφασιστική στιγμή μέσα στην εξέλιξη μιας αβέβαιης διαδικασίας, η οποία ωστόσο επιδέχεται διαγνώσεως και άρα μπορεί να οδηγήσει στη «λύση του δράματος», σήμερα ζούμε στην πράξη ακριβώς το αντίστροφο, δηλαδή τη στιγμή, ή μάλλον την πρόκληση, μιας δομικής αβεβαιότητας η οποία αφορά στις αιτίες, στις συνέπειες και στην όλη δυναμική του ζητήματος. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να δούμε τη «λύση του δράματος», έστω και ως συνταγή ή ως σαφώς διατυπωμένη καταληκτική πρόταση πολιτικής κοσμογονίας.
Ποιος πολιτικός ηγέτης μπορεί να μας πει προς ποιον κόσμο οδεύουμε; Πώς θα είναι η επόμενη τάξη πραγμάτων μετά το πέρας της κρίσης; Ποιον κόσμο αγωνιζόμαστε να οικοδομήσουμε; Η ανυπαρξία απαντήσεων σε αυτές τις ερωτήσεις στον δημόσιο διάλογο είναι «η κρίση», η ουσία της κρίσης.
Πνευματική αποδόμηση
Πριν από τη σημερινή δομική κρίση, ο Πασκάλ Μπρικνέρ, στο βιβλίο του «Ο Λυγμός του Λευκού Ανθρώπου», είχε θέσει ουσιαστικά το ζήτημα της επικοινωνίας μεταξύ των πολιτισμών και της αποδόμησης της «λευκής κουλτούρας».
Στο πλαίσιο μιας πολυπολιτισμικότητας και μιας παγκοσμιοποίησης που έλαβαν χώρα με σκοπιμότητες οικονομικής φύσης –δηλαδή ως εργαλεία του κεφαλαίου– και όχι ως πυλώνες μιας ανθρωπιστικής πρότασης ζωής, ο Δυτικός κόσμος οδηγήθηκε σε μια βαθιά πνευματική διάβρωση.
Το σλόγκαν της πολυπολιτισμικότητας και της παγκοσμιοποίησης καπιταλιστικής κοπής είναι το «δικαίωμα στη διαφορά» και ο «αυτοσεβασμός». Πράγματι, λοιπόν, στην πολυπολιτισμική και παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα που δημιούργησε το Δυτικό κεφάλαιο, ο Λευκός Αφέντης δεν κρατά μαστίγιο για να εξαναγκάσει τον Τριτοκοσμικό υποτελή ή τον πληβείο. Όμως ο Λευκός Αφέντης είναι παρών και μαστιγώνει πλέον με στατιστικές και τεχνοκρατικά προγράμματα, εξηγώντας, ή και διατάσσοντας, πώς πρέπει να διαχειρίζονται την τυπική ελευθερία τους οι Τριτοκοσμικοί και οι κατώτερες γενικά κοινωνικές τάξεις. Έτσι, σε αυτόν τον κόσμο, ο Τριτοκοσμικός και ο πληβείος αισθάνονται ότι παραμένουν σε καθεστώς δουλείας, έστω κι αν δεν υπάρχει τυπικά «αφέντης» με την παλαιά έννοια του όρου.
Ακόμη κι αν ο Τριτοκοσμικός ζει στις χώρες των λευκών αφεντικών, ακόμη κι αν έχει ικανοποιητικό βιωτικό επίπεδο, ακόμη κι αν διαθέτει Tablet PC, iPod και applications για android και iPhone, όπως συμβαίνει με πολλούς ανθρώπους τριτοκοσμικών γενεαλογικών καταβολών στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, δεν μπορεί να αποκτήσει βαθιά αυτοπεποίθηση, διότι ο βαθμός της αναγνώρισης και της αποδοχής του από τους «άλλους» είναι ευθέως ανάλογος του βαθμού της αλλοτρίωσής του. Με άλλα λόγια, θα θεωρηθεί μορφωμένος και καλλιεργημένος αν και στον βαθμό που θα φοιτήσει στις σχολές του Λευκού, θα διδαχθεί την κουλτούρα του Λευκού, θα υιοθετήσει τους θεσμούς του Λευκού, θα αποδεχθεί τις αξίες του Λευκού και θα επικοινωνήσει με τη γλώσσα του Λευκού. Εάν δεν επιτύχει να αλλοτριωθεί σύμφωνα με το προαναφερθέν πρόγραμμα, θα οδηγηθεί στις ατραπούς του «περιθωρίου» και της «υποκουλτούρας».
Γι’ αυτό, στην πολυπολιτισμική και παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα που δημιούργησε η λευκή καπιταλιστική ελίτ, ο Τριτοκοσμικός περιθωριακός παραμένει αδύναμος όχι μόνο όταν οδηγείται σε ηττοπαθή απόσυρση, αλλά ακόμη και όταν αντιδρά βίαια μέσα από πράξεις απόγνωσης. Διότι ανήκει στο «περιθώριο» ή σε κάποια «υποκουλτούρα» επειδή κάποιοι άλλοι τον έριξαν εκεί και τον ταξινόμησαν με αυτόν τον τρόπο. Άρα, ακόμη κι όταν αντιδρά με βίαιες πράξεις απόγνωσης, δεν είναι επαναστάτης –είναι βαθύτατα ετεροκαθοριζόμενος, εφόσον την ταυτότητά του και την κοινωνική του υπόσταση προσδιορίζουν αποφασιστικά «άλλοι».
Ανάλογη είναι πλέον και η κατάσταση μεγάλου μέρους των κατωτέρων κοινωνικών τάξεων των ιδίων των Λευκών Δυτικών. Ακόμη κι αν ζουν στη χώρα των πατρογονικών καταβολών τους («πατρίδα»), ακόμη κι αν διαθέτουν Tablet PC, iPod και applications για android και iPhone –όπως συμβαίνει ακόμη και με πολλά άτομα που αμείβονται μόνο με λίγες εκατοντάδες ευρώ τον μήνα– εξαρτούν την αυτοπεποίθησή τους από τον βαθμό «προόδου» τους μέσα σε ένα εργασιακό και κοινωνικό σύστημα που δημιούργησε η καπιταλιστική ελίτ για την πνευματική και κοινωνική χειραγώγηση των εργαζομένων. Έτσι έχουμε το φαινόμενο νέων ανθρώπων που αισθάνονται υπαρξιακά εξαρτημένοι από την ανάγκη να φοιτήσουν σε σχολές που παράγουν «ανταγωνιστικούς» υπαλλήλους, να μάθουν τους τρόπους της καπιταλιστικής ελίτ και να την υπηρετήσουν με υποδειγματική εθελοδουλεία, με την προσδοκία ότι θα λάβουν τον «τιμητικό τίτλο» του υπαλλήλου μιας μεγάλης εμπορικής φίρμας ή μιας τράπεζας και κάποτε κι έναν ικανοποιητικό μισθό (για να τον δαπανήσουν κι αυτόν όπως υποδεικνύε η καπιταλιστική ελίτ).
Γι’ αυτό, ο εσωτερικά εθελόδουλος εργαζόμενος και γενικά το πνευματικά αποπροσανατολισμένο υποκείμενο, παραμένει πάντοτε σε κατάσταση αδυναμίας –ακόμη και όταν απεργεί ή όταν αντιδρά «δυναμικά». Ουσιαστικά τη μόνη διαμαρτυρία που μπορεί να αρθρώσει και να ορθώσει ένα τέτοιο πρόσωπο είναι να ζητήσει λίγους πρόσθετους οικονομικούς πόρους από τις ελίτ (πολιτικές και οικονομικές) στις οποίες είναι εθελόδουλα υποτελές. Ειδικά στην Ελλάδα, αυτή η συμπεριφορά τον μαζών είναι το θεμέλιο του πολιτικαντισμού και του «πελατειακού πολιτικού συστήματος», το οποίο με περισσή υποκρισία καταγγέλλεται σήμερα από τα ίδια τα πρόσωπα που κερδοσκοπούν ασύστολα επάνω σε αυτήν την πραγματικότητα.
Έτσι, για παράδειγμα, στην Ελλάδα σήμερα, η κυβέρνηση Σαμαρά μιλάει για εθνική ανάπτυξη την ώρα που λειτουργεί ως όργανο διεκπεραίωσης των επιταγών της Τρόικας, καταγγέλλει τη διαπλοκή την ώρα που επιδιώκει, απροκάλυπτα και αυτάρεσκα, να γίνει το γραφείο μάρκετινγκ και δημοσίων σχέσεων πολυεθνικών επιχειρήσεων και γενικά του μεγάλου κεφαλαίου, και καταγγέλλει τις αυθαιρεσίες του συνδικαλισμού, ενώ είναι γνωστό ότι, ως επί το πλείστον, το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα διαπλέκεται βαθιά με την πολιτική και οικονομική εξουσία, με σκοπό να διαχειρίζεται τους εργαζομένους μέσα σε «άνωθεν» καθορισμένα πλαίσια και γι’ αυτό άλλωστε πολλοί «εργατοπατέρες» αποτελούν επισήμως όραγανα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, που τώρα καταγγέλλουν τον «κακό» συνδικαλισμό.
Η πνευματική αποδόμηση γίνεται μπούμερανγκ
Ο Πασκάλ Μπρικνέρ, στο βιβλίο του «Ο Λυγμός του Λευκού Ανθρώπου», εξηγεί ότι η πνευματική αποδόμηση της Δύσης, την οποία περιγράψαμε προηγουμένως, γίνεται μπούμερανγκ και απειλεί τα ίδια τα θεμέλια του Δυτικού πολιτισμού.
Κατ’ αρχάς, μέσω της ιδρυμένης πολυπολιτισμικότητας και παγκοσμιοποίησης, η Δύση έχει την αίσθηση ότι επιβάλλει την κουλτούρα της επειδή οι Τριτοκοσμικοί και οι λοιποί μη Δυτικοί φοιτούν σε Δυτικές σχολές και υιοθετούν Δυτικές συνήθειες και Δυτικούς θεσμούς. Αλλά, μέσα στην αυταρέσκειά τους, οι Δυτικοί δεν συνειδητοποιούν ότι –μέσα στο ιδρυμένο μοντέλο πολυπολιτισμικότητας και παγκοσμιοποίησης– αλλοτριώνεται και η ίδια η Δυτική κουλτούρα από τους «άλλους», δεν αλλοτριώνει μόνο τους «άλλους». Για παράδειγμα, είναι πολύ συζητήσιμο το αν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «Δυτικό» ένα πανεπιστήμιο του οποίου οι μισοί φοιτητές και το ένα τρίτο των καθηγητών είναι Τριτοκοσμικοί και γενικά μη Δυτικοί.
Επίσης, στο υποτιθέμενο απόγειο της Δυτικής επιβολής στον κόσμο, πληθώρα Δυτικών πανεπιστημίων αναθεωρούν τα προγράμματα σπουδών τους, βγάζοντας τους θεμελιωτές του Δυτικού πολιτισμού και της Δυτικής παιδείας –δηλαδή τους κλασσικούς Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς της Αρχαιότητας και τους μεσαιωνικούς και νεότερους Ευρωπαίους φιλοσόφους– από τους παραδοσιακούς ακαδημαϊκούς θρόνους τους για να τους στριμώξουν, μαζί με διάφορους Ασιάτες και Αφρικανούς δημιουργούς πολιτιστικών έργων, σε άβολα στασίδια ενός πολυπολιτισμικού και παγκοσμιοποιητικού «Ναού», που θυσιάζει τη Δυτική κουλτούρα –όπως αυτή διαμορφώθηκε από την κλασσική ελληνορωμαϊκή Αρχαιότητα και τη Βίβλο– στον βωμό του καπιταλισμού.
Έτσι, για ένα σύγχρονο πανεπιστήμιο των ΗΠΑ, ενώ δεν είναι ό,τι πιο «έξυπνο» να αμφισβητήσεις τον ιδρυμένο καπιταλισμό, είναι όμως πολύ «προχωρημένο» να αντικαταστήσεις τον Όμηρο, ως θέμα ακαδημαϊκής μελέτης, με αοιδούς των Σουαχίλι ή των ιθαγενών της Χονολούλου. Άλλωστε, στις ΗΠΑ, πολλά πανεπιστήμια εμπορεύονται ακαδημαϊκές έδρες και ακαδημαϊκά προγράμματα με διάφορες μη Δυτικές χώρες. Ο φιλοτουρκισμός του Πανεπιστημίου Princeton και το βιβλίο «Μαύρη Αθηνά» (Black Athena) του Μάρτιν Μπέρναλ (Martin Bernal) δεν είναι τυχαία φαινόμενα.
Επίσης, ο ίδιος ο Δυτικός καπιταλισμός διαβρώνει θεμελιώδεις θεσμούς της Δύσης, όπως η οικογένεια και υπονομεύει την κοινωνική συνοχή. Ο Λευκός άνθρωπος της Δύσης, έχοντας μεταβληθεί ουσιαστικά σε σκλάβο μιας καπιταλιστικής ελίτ, δεν έχει ούτε τον χρόνο, ούτε την ψυχική ενέργεια, ούτε τις διανοητικές προϋποθέσεις για να δημιουργήσει και, πολύ περισσότερο, για να συντηρήσει και να διαχειριστεί επιτυχώς, μια οικογένεια. Συγχρόνως, οι εργασιακές και καταναλωτικές δομές και η βιομηχανία του θεάματος οδηγούν τον «μέσο άνθρωπο» σε κατάσταση πνευματικής ασημαντότητας, υπονομεύοντας έτσι τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την ορθή συγκρότηση και ορθή λειτουργία του «δήμου» σύμφωνα με το δημοκρατικό πολίτευμα. Γι’ αυτό, άλλωστε, η τρέχουσα κρίση γεννά και ενθαρρύνει τον λαϊκισμό δίπλα στη σκληρή τεχνοκρατία και επίσης απειλεί ακόμη και τις ίδιες τις καπιταλιστικές δυνάμεις με χάος.
Η Δύση κατακτημένη από καπιταλιστές κερδοσκόπους –που την εξαπάτησαν με τη «λάμψη» του κεφαλαίου και υπέταξαν τους λαούς της επειδή τους παρείχαν εμπειρίες κατανάλωσης– είναι ουσιαστικά, δηλαδή πνευματικά, πολύ αποδυναμωμένη και αποπροσανατολισμένη. Για να μη γίνει η κρίση ατελεύτητη –όπως μας προειδοποιεί η Μιριάμ Ρεβό Νταλόν–, απαιτείται μια νέα πολιτιστική και πολιτική στρατηγική για μια Νέα Αναγέννηση και για έναν Νέο Ανθρωπισμό. Όπως, στην πρώτη Αναγέννηση (14ος-17ος αιώνας), έτσι και σήμερα ένας κατάλληλα δομημένος και επανερμηνευμένος Ελληνισμός μπορεί να παίξει οδηγητικό ρόλο.