Μαρίνος Σταγάκης
(Αναλυτής Θεμάτων Ασφαλείας)
Copyright: www.rieas.gr
Ο Ρόλος της Πληροφορίας
Ο αγώνας των Διωκτικών Αρχών για την πρόληψη και καταστολή του εγκληματικού φαινομένου είναι διαρκής και εξελισσόμενος. Στην προσπάθεια αυτή η πληροφορία παίζει ίσως τον σημαντικότερο ρόλο.
Στην εποχή μας η τεχνολογική επανάσταση έχει επιφέρει κορεσμό δεδομένων, με άμεσο αποτέλεσμα να αποτελεί πρόβλημα η εύρεση της κατάλληλης πληροφορίας και η αποφυγή των περιττών. Έτσι στη σύγχρονη και ευαισθητοποιημένη κοινωνία μας θα πίστευε κανείς ότι η πληροφόρησή μας για ότι σχετίζεται με την εγκληματική δραστηριότητα, θα ήταν μια σχετικά εύκολη διαδικασία, που εκμεταλλευόμενη τα σύγχρονα μέσα θα είχε ένα άριστο αποτέλεσμα. Όμως ο κίνδυνος πρόκλησης «χαοτικών καταστάσεων» από τη συγκέντρωση του απεριόριστου όγκου των διαθέσιμων δεδομένων με ποικιλομορφία κατά το περιεχόμενο και την μορφή τους, είναι προφανής. Συνεπώς είναι ζωτικής σημασίας μια προσυγκροτημένη προσέγγιση των διαθέσιμων πληροφοριών μέσα από ένα δομημένο σχέδιο συγκέντρωσης των υφιστάμενων αλλά και στοχευμένης απόκτησης άλλων, καθιστώντας την συλλογή πληροφοριών ως την αφετηρία για την οργανωτικά λειτουργική, υποστηριχτικά ουσιαστική και επιχειρησιακά αποτελεσματική δόμηση των συστημάτων αυτών, που θα λειτουργεί μέσα στο ίδιο σύνολο του οργανογράμματος του συνόλου των υπηρεσιών εφαρμογής νόμου.
Μια σύγχρονη υπηρεσία ασφάλειας, ως ένας κύριος φορέας κοινωνικού ελέγχου, ακολουθώντας αυτήν την εξέλιξη, οφείλει να συμπορεύεται με την επιστημονική μεθόδολογία και τεχνική για την επίτευξη της κύριας αποστολής της που είναι η καταπολέμηση του εγκλήματος. Ο επιστημονικός χαρακτήρας του έργου της γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στον τομέα των εγκληματολογικών ερευνών που στοχεύουν αφενός στην διαπίστωση ότι η διερευνώμενη υπόθεση είναι έγκλημα και αφετέρου στην εξακρίβωση της ταυτότητας του δράστη με την συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, ώστε να καταστεί δυνατή η ανακάλυψη της αλήθειας και η αποδεικτική βεβαίωση όχι μόνο της ενοχής αλλά και της αθωότητας των εμπλεκομένων προσώπων.
Στην καθημερινή πρακτική γίνεται δέκτης εξαιρετικού όγκου πληροφοριών αναφορικά με το έγκλημα, προερχόμενο τόσο στο πλαίσιο του προανακριτικού έργου (αποτελεί την βάση αξιολογημένων και αξιοποιήσιμων δεδομένων), αλλά και από ένα διαρκώς μεγεθυνόμενο σύστημα πηγών που συμπορεύεται με την τεχνολογική εξέλιξη, την ανάπτυξη αστυνομικής συνεργασίας, την ευαισθητοποίηση των πολιτών και τον πλουραλισμό των ΜΜΕ και του διαδικτύου.
Αυτές οι πληροφορίες, πρωτίστως είναι αναγκαίο να συλλεχθούν να εκτιμηθούν να συσχετισθούν και ακολούθως να αξιοποιηθούν με τον κατάλληλο τρόπο, ώστε η ανίσχυρη μεμονωμένη και περιορισμένης αξίας αρχική πληροφοριακή μονάδα, να μετουσιωθεί σε πανίσχυρο επιχειρησιακό αποδεικτικό όπλο τόσο διερεύνησης υποθέσεων, προσδιορισμό τέλεσης εγκληματικών πράξεων και ταυτότητας δράστων, με βεβαίωση ενοχής ή μη των εμπλεκομένων προσώπων, αλλά και πρόληψης τέλεσης των εγκλημάτων. Κύριος στόχος η εγγύηση για αποτελεσματική προστασία της ασφάλειας των κατοίκων της χώρας, αυστηρά μέσα στο πλαίσιο του Κράτους Δικαίου.
Σήμερα γίνονται προσπάθειες από όλες τις Υπηρεσίες Εφαρμογής του Νόμου να εκμεταλλευτούν αυτόν τον τομέα γνώσης, μέσω της ανάπτυξης πρακτικών και σύγχρονης μεθοδολογίας που στοχεύουν στην καθιέρωση προτύπων Διαχείρισης Εγκληματολογικών Πληροφοριών.
Τα σύγχρονα αυτά πρότυπα συμπυκνώνουν τη πρακτική επιχειρησιακή γνώση και εμπειρία των οργάνων εφαρμογής του νόμου, με την ακαδημαϊκή προσέγγιση –έρευνα-τεκμηρίωση τόσο μέσω των θετικών επιστημών (πανεπιστημιακοί φορείς-τεχνοκράτες), αλλά και λοιπών φορέων που δραστηριοποιούνται ουσιαστικά και παραγωγικά στον χώρο (Ερευνητικά ινστιτούτα, οργανώσεις-κοινωνικοί φορείς κ.λ.π.).
Ο συνδυασμός αυτός είναι απαραίτητος, παρά την παρουσία μερικές φορές προβλημάτων, καθότι συνυπάρχει η ευελιξία και πρακτικότητα που απαιτείται και επιβάλλεται στο επιχειρησιακό (μάχιμο) επίπεδο της καθημερινής αστυνομικής πραγματικότητας, με την επιστημονική (τεχνοκρατική) προσέγγιση για την ερμηνεία κοινωνικών συμπεριφορών, γνώση του γεωπολιτικού και κοινωνικοοικονομικού περιβάλλοντος (γενεσιουργός αιτία), εκπόνηση επιστημονικών εκτιμήσεων τάσεων και απειλών που σχετίζονται με την εξέλιξη της μεθοδολογίας και των μορφών του εγκλήματος, αλλά και των σύγχρονων τεχνολογικών επιτευγμάτων.
Από την Εγκληματολογία γνωρίζουμε ότι βασική επιδίωξη της έρευνας που σχετίζεται με το έγκλημα με την ευρεία έννοια, είναι η συστηματική μελέτη του εγκληματικού φαινομένου σε όλες του τις εκφάνσεις και τις διαδικασίες από την εμφάνισή του ως την αντιμετώπιση του δράστη , του θύματος αλλά και κάθε εγκληματογόνου ή εγκληματοπροληπτικού συστήματος (1). Παράλληλα οι αναλυτικές έννοιες στον χώρο της εγκληματολογίας είναι δύο ειδών: Οι παράγοντες (ή μεταβλητές στην ποσοτική μέθοδο) και κίνητρα, ως παράγων νοείται κάθε αντικειμενικό στοιχείο που περιλαμβάνεται στην αιτιότητα ενός φαινομένου ενώ κίνητρα νοούμε την παρόρμηση που ωθεί το άτομο να δράσει για κάποιο ορισμένο σκοπό(2).
Αντίστοιχα, η επεξεργασία πληροφοριών προσπαθεί να δημιουργήσει με τα αναλυτικά προιόντα την κατάλληλη γνώση, για τις Αρχές εφαρμογής της Νόμου, με σκοπό να καθοδηγήσει τις μελλοντικές δράσεις κοινωνικού ελέγχου, με την όσο δυνατόν καλύτερη κατανόηση του εγκληματικού φαινομένου, την αιτιότητα εκδήλωσής του και της εγκληματογόνου συμπεριφοράς με τους παράγοντες και τα κίνητρα που την επηρεάζουν, ώστε να καθίσταται ευχερής όχι μόνο η κατασταλτική αλλά και η προληπτική δράση. Αυτό το επιτυγχάνει με την μετατροπή των κοινών πληροφοριών, που προέρχονται από διάφορες πηγές, σε αξιοποιήσιμη γνώση
Στην Ελλάδα παρά το ότι στις διωκτικές αρχές της χώρας, σε όλο το εύρος της κατά αρμοδιότητα τους εφαρμογή της νομοθεσίας (Ποινικής – Οικονομικής κλπ ειδικής ποινικής) συγκεντρώνεται υψηλός όγκος πληροφοριών μέσω ενός τεράστιου πληροφοριακού δικτύου, διαπιστώνεται μία έλλειψη στην κατάλληλη εκμετάλλευση του, καθώς δεν υπάρχουν οι κατάλληλες δομές και μηχανισμοί που θα τον υποστηρίζουν αποτλεσματικά, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην καθοδήγηση και μεθόδευση για τις μελλοντικές πολιτικές αστυνόμευσης.
Η σύγχρονη αντιμετώπιση απαιτεί κάθε προληπτική δράση να στηρίζεται στην αντικειμενική γνώση του εγκληματικού περιβάλλοντος. Αυτό υπαγορεύει έρευνες και μελέτες από όλο το φάσμα των σχετιζομένων με το αντικείμενο φορέων (ιδιωτικών –Δημοσίων) παρέχοντας σε συνεργασία με τις διωκτικές αρχές, αντικειμενική γνώση και ενημέρωση με πληρότητα για την πραγματική εικόνα της παραβατικότητας και την πραγματική απόδοση των υπηρεσιών που δραστηριοποιούνται και υλοποιούν το εφαρμοζόμενο σύστημα λειτουργίας τους, εντοπίζοντας τα προβλήματα αυτών και παρεμβαίνοντας με προτάσεις–λύσεις –τροποποιήσεις – βελτιώσεις των επιχειρησιακών μοντέλων τους, με την απαιτούμενη ευελιξία. Τα ανωτέρω προβλήματα δυσχεραίνουν ιδιαίτερα την ικανότητα λήψης ορθολογικών αποφάσεων για την εφαρμογή της Αντεγκληματικής πολιτικής.
Στη χώρα μας το δίκτυο πληροφοριών που έχει αναπτυχθεί συνίσταται από ανεξάρτητα μεταξύ τους διωκτικά σώματα-φορείς που διατηρούν τις δικές τους αυτόνομες βάσεις δεδομένων επικεντρωμένες στην κατά την αρμοδιότητα τους εξειδικευμένη μορφή. Έτσι δεν υφίσταται ένα ενιαίο περιβάλλον συγκέντρωσης και επεξεργασίας των εγκληματολογικών πληροφοριών που να προέρχονται από τη δράση των προαναφερθέντων εθνικών διωκτικών αρχών. Έτσι ο μεγάλος όγκος δεδομένων που υπάρχει σε πολλές και διάφορες υπηρεσίες παραμένει σε χαμηλά ποσοστά εκμεταλλεύσιμος.
Ένα σημαντικό επίσης πρόβλημα που παρουσιάζεται και στο διεθνές περιβάλλον παρά την εφαρμογή σύγχρονων μοντέλων, είναι η δυσχερής ανταλλαγή και διάχυση της πληροφορίας, που εστιάζεται περισσότερο στο «αίσθημα ιδιοκτησίας» της πληροφορίας από την κάτοχο υπηρεσία, που πηγάζει κυρίως από την ανταγωνιστική σχέση δράσης των υπηρεσιών μεταξύ τους (ιδίως εκείνων που υπάγονται σε διαφορετικούς φορείς ελέγχου) και τον φόβο αποτυχίας δράσεων από την «εν αγνοία» παράλληλη διερεύνηση υποθέσεων, παρά στην έλλειψη εμπιστοσύνης που όμως σε κάποιο βαθμό συνυπάρχει. Αναστολή αυτού του προβλήματος ή μείωση των συνεπειών του, επέρχεται από την ίδια την λειτουργία του συστήματος με την παραγωγή των αποτελεσμάτων του, αποτελώντας στην τελική του μορφή ένα δομημένο σύστημα συνεργασίας ως σημείο αναφοράς όλων των υπηρεσιών εφαρμογής νόμου.
ΑΠΟ ΤΟ INFORMATION ΣΤΟ INTELLIGENCE
Η διαχείριση πληροφοριών έχει σχεδιαστεί για να υποστηρίζει στον χειρισμό και τη διευθέτηση των πληροφοριών.
Κάθε μεγάλος οργανισμός στο πλαίσιο των οργανωτικών - λειτουργικών του αναγκών αποθηκεύει υψηλό όγκο διακινούμενων εγγράφων στο αρχείο του, μέσα από ένα διαδικαστικό σύστημα αρχειοθέτησης που θα πρέπει να του επιτρέπει την ταχεία αναζήτηση και ανεύρεση ώστε να καθίσταται ευχερής η χρήση εκάστου, όταν το χρειάζεται. Αυτή η βασική αρχή είναι ακόμα πιο σημαντική για τις Αρχές επιβολής του νόμου. Έγγραφα, και λοιπές πληροφορίες σε κάθε πιθανή μορφή πρέπει να ανακτώνται γρήγορα προς χρήση. Άρα λοιπόν θα πρέπει πρωτίστως να επισημανθεί η αναγκαιότητα τόσο υπηρεσιακής διοικητικής υποδομής (οργάνωση υπηρεσίας –ασφαλείς εγκαταστάσεις - κατάλληλο εξειδικευμένο προσωπικό κ.λ.π.) όσο και αντίστοιχης υλικοτεχνικής πληροφοριακής με υψηλή υποστήριξη σε τεχνικά μέσα και κατάλληλα λογισμικά προγράμματα, προκειμένου να επιτυγχάνεται ενιαία διαχείριση των διαθέσιμων εγκληματολογικών πληροφοριών. Αποτελεί ένα σημαντικό σημείο στην όλη οργανωτική διαδικασία εκμετάλλευσης του συνόλου αυτών, και εξασφάλιση των προϋποθέσεων αξιοποίησης τους.
Με την ενιαία Διαχείριση Πληροφοριών πρακτικά νοείται η συγκέντρωση όλων των διαθέσιμων εγκληματολογικών πληροφοριών σε ένα κεντρικό σημείο αναφοράς μέσω του οποίου θα κατευθύνεται η διάχυση των κατά περίπτωση επεξεργασμένων στοιχείων ή αναλυτικών προϊόντων στις αρμόδιες υπηρεσίες στα πλαίσια της τακτικής και επιχειρησιακής υποστήριξης αυτών. Η συγκέντρωση των πληροφοριών επιτυγχάνεται (πρακτικά αυτό είναι και η στόχευση), με την καταχώρηση των στοιχείων σε ενιαία για τον σκοπό αυτό, πληροφορική βάση των εγκληματολογικών δεδομένων με άμεση διασύνδεση σ’αυτήν κάθε άλλης βοηθητικής εξειδικευμένης βάσης δομημένων πληροφοριών ώστε να καθίσταται ευχερής η επεξεργασία και η ανάλυση των δεδομένων.
Κοινά αποδεκτή σύγχρονη μέθοδος διαχείρισης των εγκληματολογικών πληροφοριών είναι μία ατέρμονη κυκλική διαδικασία με διαδοχικό σύστημα ενεργειών, όπου από την έναρξή λειτουργίας της και μετά, κάθε βήμα της αποτελεί προϋπόθεση για το επόμενο.
Αυτό αποτελεί και την γνωστή βασική δομή των βημάτων του κύκλου της πληροφορίας (intelligence cycle) όπως πρακτικά διεθνώς εφαρμόζεται με α] προγραμματισμός και κατεύθυνση, β] συλλογή γ] επεξεργασία δ] ανάλυση και ε] διάχυση.
Ο όρος κοινά αποδεκτή προσδιορίζει την μέχρι σήμερα αποτελεσματική πρακτική χρηστικότητα του συστήματος που κινείται στα προαναφερθέντα πλαίσια ακαδημαϊκής και επιχειρησιακής συνεργασίας, προς την κατεύθυνση του κοινά επιδιωκόμενου σκοπού: της αξιοποίησης των πληροφοριών με πληρότητα για την αντιμετώπιση κάθε μορφής εγκληματολογικής δραστηριότητας.
Εφαρμόζεται ως γενικό μοντέλο από το σύνολο σχεδόν των Εθνικών συστημάτων διαχείρισης Πληροφοριών και υπαγορεύει παράλληλα την κύρια οργανωτική διάρθρωση υπηρεσιών που ασχολούνται με το αντικείμενο αυτό. Συνεπώς δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ύπαρξη πολλών μοντέλων ή «σχολών» καθόσον δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ των εθνικών συστημάτων, τα οποία όμως σημειώνεται είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες, το οργανωτικό σύστημα των υπηρεσιών εφαρμογής νόμου της κάθε χώρας και λοιπών κοινωνιολογικών και νομικών της ιδιαιτεροτήτων.
Σήμερα στην Ελλάδα με τις νέες προτεραιότητες που εμφανίζονται είναι επιτακτική η διαμόρφωση ουσιαστικού περιβάλλοντος ασφάλειας, με εμπέδωση του αισθήματος στους επισκέπτες και πολίτες της χώρας, ως αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση στην επιδιωκόμενη οικονομική της ανάπτυξη (ασφαλές επενδυτικό περιβάλλον), επιβάλλεται η αναμόρφωση του υφιστάμενου μοντέλου αυτού, με την αναδιάρθρωση των υπηρεσιών εφαρμογής νόμου (ασφαλείας), την καθιέρωση νέων πρακτικών συνεργασίας και την τροποποίηση του συστήματος διαχείρισης πληροφοριών με την προσαρμογή στα Ελληνικά δεδομένα, εφαρμοσμένων Εθνικών συστημάτων διαχείρισης πληροφοριών.
Η σύσταση και οργάνωση Υπηρεσίας εγκληματολογικών πληροφοριών, σε νομικά κατοχυρωμένα πλαίσια, και απόλυτα ασφαλές περιβάλλον, η οποία όμως επιβάλλεται - ως προυποθέση επιτυχίας- να αναμορφώσει με σημαντικές παρεμβάσεις τα στοιχεία που εκλείπουν εξαιτίας της παθογενούς νοοτροπίας :
- Ανάπτυξη συνεργασίας μεταξύ όλων των υπηρεσιών εφαρμογής νόμου της χώρας,
- Ανάπτυξη της ομαδικής εργασίας και συλλογικής δράσης των υπηρεσιών εκάστου φορέα αναφορικά με την συλλογή και διαχυση των πληροφοριών,
- Αξιοποίηση της επιχειρησιακής γνώσης-εμπειρίας όλων των στελεχών,
- Στελέχωση με το καταλληλότερο προσωπικό η επιλογή του οποίου επιβάλλεται να γίνεται με απόλυτα αξιοκρατικές και διαφανείς διαδικασίες,
- Εξασφάλιση της «συνέχειας» των υπηρεσιών – διαρκής επιμόρφωση στις νέες πρακτικές και εξέλιξη της μεθοδολογίας.
Πρότυπα προς τον σκοπό αυτό αποτελούν τα ήδη εφαρμοσμένα μοντέλα, χωρών με σημαντική εμπειρία, ανάπτυξη έρευνας, και πρακτική επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα, στον τομέα των πληροφοριών. Η προσαρμογή στην σημερινή ελληνική πραγματικότητα θα γίνει με βάση τις υφιστάμενες οργανωτικές δομές των υπηρεσιών επιφέροντας και τις ανάλογες τροποποιήσεις όπου αυτό καθίσταται εφικτό για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του.
Σημειώσεις:
(1) Κ. Σπινελη ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ 1985.
(2) Ιακ. Φαρσεδάκης –Στοιχεία εγκληματολογίας 1996 σελ144.