Ιωάννης Μ. Νομικός
(Διευθυντής)
Copyright: www.rieas.gr
Ταχύτατα προχωρά η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών ασφάλειας της Ελληνικής Αστυνομίας. Στο σχετικό Προεδρικό Διάταγμα με τίτλο “Σύσταση, οργάνωση και λειτουργία της Υπηρεσίας Εσωτερικής Ασφάλειας και Δίωξης Εγκλήματος” προβλέπεται η ίδρυση Υπηρεσίας Εσωτερικής Ασφάλειας και Οικονομικής Αστυνομίας. Με τις αλλαγές αυτές η χώρα μας δημιουργεί σύγχρονες δομές αντίστοιχες με αυτές που υπάρχουν εδώ και δεκαετίες σε άλλες χώρες όπως π.χ. το Federal Bureau of Investigation (FBI) και το Internal Revenue Service (IRS) στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα οποία είναι επιφορτισμένα με την εσωτερική ασφάλεια και την πάταξη του οικονομικού εγκλήματος αντίστοιχα στην χώρα. Ειδικότερα στην χώρα μας δημιουργείται μία πανίσχυρη υπηρεσία η οποία κινούμενη πλέον σε σύγχρονα πρότυπα θα συνδυάσει την επιχειρησιακή δράση με την αξιοποίηση των πληροφοριών που αφορούν το έγκλημα σε επίπεδο αντίστοιχο με τις δυνατότητες της ΕΥΠ .
Στην καρδιά της νέας δομής θα βρίσκεται το Κέντρο Συλλογής Διαχείρισης & Ανάλυσης Επιχειρησιακών Πληροφοριών (ΚΕΣΥΔΕΠ) το οποίο θα είναι το πιο ζωτικό όργανο της υπηρεσίας. Το Κέντρο με αρμοδιότητα την συλλογή επεξεργασία και κατανομή του πληροφοριακού υλικού ανά τομέα ασφάλειας, θα έχει άμεση συνεργασία με την Αντιτρομοκρατική καθώς και με την Κρατική Ασφάλεια.
Τελικό αποτέλεσμα της δημιουργίας της νέας υπηρεσίας, φιλοδοξείται να είναι η κεντρική διοίκηση των υπηρεσιών ασφάλειας στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τα μεγάλα αστικά κέντρα από τον Διευθυντή Εσωτερικής Ασφάλειας και ο κεντρικός έλεγχος όλων των σχετικών δραστηριοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητο ότι με την δημιουργία του ενιαίου αυτού κέντρου κάθε επιλογή προσωπικού και μέσων αξιολόγησης εγκληματολογικών πληροφοριών θα πρέπει εφεξής να είναι πλήρως αιτιολογημένη .
Ο γράφων επιθυμεί να θέσει ερωτήματα που χρήζουν άμεσης απάντησης προκειμένου η νέα Υπηρεσία Εσωτερικής Ασφάλειας και Δίωξης Εγκλήματος να είναι σε θέση να λειτουργήσει λαμβάνοντας ως τεκμήριο ότι: χωρίς συλλογή και συγκέντρωση των πληροφοριών εγκληματολογικού ενδιαφέροντος και ιδίως το οργανωμένο και οικονομικό έγκλημα από το ΚΕΣΥΔΕΠ, η νέα Υπηρεσία Εσωτερικής Ασφάλειας θα αντιμετωπίσει πολλαπλά προβλήματα στο μέλλον. Η “καρδιά” της νέας υπηρεσίας στηρίζεται στην ποσοτική και ποιοτική επάρκεια των πληροφοριών , αλλά :
• υπάρχει ουσιαστική συνδρομή και εμπειρία από εξειδικευμένο προσωπικό;
• υπάρχουν κριτήρια και κανόνες για το αστυνομικό προσωπικό που θα συλλέγει τις πληροφορίες;
• ποιες θα είναι οι διαδικασίες συλλογής των εγκληματολογικών πληροφοριών;
Από την ίδρυση της ελληνικής αστυνομίας (1984) η χώρα μας δεν έχει συγκροτήσει ένα Ενιαίο Εθνικό Σύστημα αξιοποίησης Πληροφοριών που αφορά το έγκλημα, όπως το σύνολο σχεδόν των σύγχρονων κρατών διαρκώς αναμορφώνουν και εκσυγχρονίζουν. Συνεπώς μήπως αυτή η έλλειψη ιστορικού προηγούμενου αναδείξει την πάγια εθνική παθογένεια με σοβαρά προβλήματα, συντονισμού, οργάνωσης, αξιοκρατικής στελέχωσης και εξειδίκευσης του προσωπικού.
Το ΚΕΣΥΔΕΠ έχει την δυνατότητα να εκπονήσει εκπαιδευτικά προγράμματα και να συντονίσει όλους τους αρμόδιους εμπλεκομένους φορείς εφαρμογής του νόμου όπως το Λιμενικό την Πυροσβεστική, τα Τελωνεία, τις υπηρεσίες του Υπoυργείου Δικαιοσύνης και τις Υπηρεσίες Υγείας ώστε να λειτουργούν κάτω από κοινούς κανόνες (common standards);
Μπορεί να φθάσει σε επίπεδο πληροφορικής πρόληψης ακόμα και σε μελλοντικό περιστατικό βιολογικού/χημικού (CBRN) επεισοδίου ώστε οι αρμόδιες υπηρεσίες να είναι σε θέση να ανταποκριθούν άμεσα χωρίς καθυστερήσεις;
Έχουν ληφθεί υπόψη βέλτιστες πρακτικές (best practices) από την διεθνή εμπειρία ως σημαντική παράμετρος για την εύρυθμη λειτουργία της νέας υπηρεσίας και την ουσιαστική συνεισφορά αυτού του νέου Συστήματος Διαχείρισης πληροφοριών στην υπό σύσταση Υπηρεσία Εσωτερικής Ασφάλειας;
Στην Ελλάδα κάθε φορά που έχουμε αλλαγή ηγεσίας παρουσιάζονται “θεσμικές αρρυθμίες” διότι αλλάζουν έμπειροι αξιωματικοί και τοποθετούνται σε άλλες θέσεις που απαιτείται αρκετός χρόνος για να ενημερωθούν. Για αυτούς τους παραπάνω λογούς, πρέπει να προσδιορισθεί ποιο θα είναι το θεσμικό πλαίσιο που θα παρέχει την αποτελεσματική συνέχεια (follow-up) και την μεταφορά εμπειρίας και τεχνογνωσίας του ανανεωμένου ανθρώπινου δυναμικού στην πάροδο του χρόνου.