Δημήτρης Μπεκιάρης
(Δημοσιογράφος της Οικονομικής και Πολιτικής εφημερίδας “Η ΑΞΙΑ”)
Copyright: www.rieas.gr
Από την ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960 οι πολιτικές ηγεσίες και ελίτ στο Ισραήλ, είχαν αρχίσει να αναγνωρίζουν διακριτικά την στρατηγική αναγκαιότητα της συγκρότησης στρατηγικού άξονα Ελλάδας – Ισραήλ – Κύπρου, παρά την διατήρηση, σε χαμηλό επίπεδο των διπλωματικών σχέσεων με την Αθήνα έως τη δεκαετία του 1990 και τα προβλήματα στις σχέσεις με τη Λευκωσία . Από το 1948 μέχρι το 1960 το Ισραήλ υπήρξε σταθερά προσανατολισμένο στην οικοδόμηση καλών, φανερών ή όχι, σχέσεων με την Άγκυρα και την Τεχεράνη και το Τελ Αβίβ. Εκείνη την περίοδο αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό την εξέλιξη της Ελλάδας σε περιφερειακή δύναμη η οποία θα ασκούσε επιρροή στην χάραξη πολιτικής από την ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία. Το Ισραήλ, ωστόσο, δεν απέκλεισε ποτέ το ενδεχόμενο μελλοντικής συγκρότησης ισχυρού περιφερειακού συστήματος Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, ιδιαίτερα μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου. Για αυτόν τον λόγο από το 1960, το Ισραήλ επιχείρησε, χωρίς αρχικά αποτέλεσμα, να βελτιώσει στο παρασκήνιο τις σχέσεις με την Κύπρο, κάτι το οποίο, όμως, δεν συνέβη παρά στη δεκαετία του 1990.
Το Ισραήλ στις δεκαετίες που προηγήθηκαν επιχείρησε να διαδραματίσει έναν διττό ρόλο προάσπισης των συμφερόντων του στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου., αναγνωρίζοντας την στρατηγική σπουδαιότητα της Κύπρου από τη μία, αλλά και την ανάγκη προσέγγισης με την Τουρκία σε πολλά επίπεδα από την άλλη. Στην δεκαετία του 1950 οι παρασκηνιακές επαφές της ισραηλινής με την τουρκική πολιτική ηγεσία απέκλειαν από τους στρατηγικούς περιφερειακούς σχεδιασμούς, τόσο την Ελλάδα, όσο και την Κύπρο. Ωστόσο η Κύπρος, ένα εν δυνάμει «φυσικό αεροπλανοφόρο» απέναντι ακριβώς από τις ακτές του Ισραήλ, συνιστά ένα χωροταξικό πλαίσιο εξαιρετικής σημασίας για τα συμφέροντα και για το στρατηγικό βάθος του Ισραήλ στη Μεσόγειο το οποίο μπορεί να χαραχτεί στον άξονα Κύπρος – Κρήτη – Μάλτα - Γιβραλτάρ .
Σήμερα, οι εξελίξεις προμηνύουν αναδιάταξη συμφερόντων και σφαιρών επιρροής στην ευαίσθητη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Η κρίση στις σχέσεις του Τελ Αβίβ με την Άγκυρα, ιδιαίτερα μετά από την παρέμβαση του Ισραηλινού στρατού στο τουρκικό πλοίο «Mavi Marmara» που έπλεε ως τμήμα του «Στολίσκου της Ελευθερίας», ο οποίος μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια επιδιώκοντας να σπάσει τον αποκλεισμό της Γάζας, αποτελεί σήμερα μια από τις βασικότερες ενδείξεις για το πλαίσιο επανεξέτασης των περιφερειακών στρατηγικών που θα ακολουθήσουν τα κράτη της ανατολικής Μεσογείου.
Ήδη σοβαροί κύκλοι, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο Ισραήλ επεξεργάζονται την προοπτική συγκρότησης ενός ισχυρού περιφερειακού συστήματος το οποίο θα περιλαμβάνει το Ισραήλ, την Ελλάδα και την Κύπρο. Θα είναι λάθος η προοπτική της στρατηγικής συνεργασίας Τελ Αβίβ – Αθήνας – Λευκωσίας να προβάλλεται ως συγκυριακή - και μόνο - αναγκαιότητα εξαιτίας της σφοδρής σύγκρουσης Τουρκίας – Ισραήλ σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο. Ωστόσο, η κρίση στις σχέσεις Ισραήλ – Τουρκίας μπορεί να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο για την τριπλή σχέση Αθήνας – Λευκωσίας – Τελ Αβίβ. Η Ελλάδα και η Κύπρος, ανεξάρτητα από τα συγκυριακά φαινόμενα ή τη νεοοθωμανική κυρίαρχη πολιτική αντίληψη στην Τουρκία, που στόχο έχει να θέσει τον αραβικό κόσμο, τα κράτη της Μέσης Ανατολής ή ακόμη και της βόρειας Αφρικής, κάτω από την ομπρέλα του μετριοπαθούς πολιτικού Ισλάμ το οποίο εκπροσωπεί η τουρκική κυβέρνηση του AKP με τη σύμπραξη της εκφραζόμενης από το TUSΚΟΝ επιχειρηματικής ελίτ στην Τουρκία, έχουν ισχυρούς λόγους να επιδιώκουν την προσέγγιση με το Ισραήλ.
Η συγκρότηση περιφερειακού στρατηγικού σχήματος Ισραήλ – Ελλάδας – Κύπρου προσφέρει στο Ισραήλ το απαραίτητο στρατηγικό βάθος στη Μεσόγειο, ιδιαίτερα σήμερα που ισλαμικός κλοιός σφίγγει γύρω του και η κυβέρνηση Ερντογάν επαναπροσδιορίζει τις σχέσεις του με τον αραβικό κόσμο και κυρίως με την Τεχεράνη.
Η Τουρκία, εξάλλου καταψήφισε, τις κυρώσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, δοκιμάζοντας έτσι τις σχέσεις της και με τις ΗΠΑ, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας κ. Αχμέτ Νταβούτογλου, τον οποίο ο πρώην Αμερικανός Πρέσβης στην Άγκυρα Μάρκ Πάρις είχε αποκαλέσει Κίσινγκερ της τουρκικής διπλωματίας, σημείωσε με νόημα ότι «Η Τουρκία δεν είναι ένα οποιοδήποτε μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας. Είμαστε η μόνη χώρα-μέλος που είναι γείτονας με το Ιράν». Η αισθητή βελτίωση των σχέσεων Τουρκίας – Ιράν (αν και παραδοσιακά εμφανίζονται ως ανταγωνίστριες χώρες για την ανάδειξη της περιφερειακής δύναμης στη Μέση Ανατολή), η επιθετική ρητορική της Άγκυρας σε βάρος του Ισραήλ για τη Λωρίδα της Γάζας που εντάθηκε το 2009 στο Νταβός με την επίθεση που είχε εξαπολύσει ο Τούρκος πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν ενώπιον του πρώην Ισραηλινού πρωθυπουργού κου Σιμόν Πέρες για τις επιχειρήσεις του ισραηλινού στρατού στη Γάζα και η εξέλιξη του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, στρέφουν το Ισραήλ στην αναζήτηση νέων στρατηγικών σχέσεων στην περιοχή. Η προσέγγιση, όμως, Ισραήλ - Ελλάδας κυρίως σε στρατιωτικό επίπεδο, έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετό καιρό, όταν ήδη είχαν αρχίσει να διακρίνονται τα πρώτα σύννεφα στις σχέσεις Άγκυρας και Τελ Αβίβ και τόσο η Ελλάδα, όσο και η Κύπρος μπορούν σε αυτό το πλαίσιο να εξασφαλίσουν τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις για την στρατιωτική τους αναβάθμιση, εντός ενιαίου μετώπου, έναντι της Τουρκίας. Τον Ιούλιο 2007 ο τότε Αρχηγός ΓΕΑ και σημερινός αρχηγός ΓΕΕΘΑ Αντιπτέραρχος Ιωάννης Γιάγκος είχε πραγματοποιήσει επίσκεψη στο Ισραήλ.
Τον Μάιο – Ιούνιο του 2008 οι πολεμικές αεροπορίες της Ελλάδας και του Ισραήλ, πραγματοποίησαν συνεκπαίδευση στο πλαίσιο της κοινής στρατιωτικής άσκησης με την επωνυμία «Glorious Spartan 2008». Εκείνη την περίοδο οι σχέσεις ανάμεσα στο Τελ Αβίβ και στην Τεχεράνη ήταν ιδιαίτερα τεταμένες και δεν υπήρξαν λίγοι εκείνοι οι οποίοι συνέδεαν την στρατιωτική άσκηση με το ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης του Ισραήλ στο Ιράν, το οποίο εμφανιζόταν, όπως και σήμερα, αδιάλλακτο σχετικά με την εξέλιξη του πυρηνικού του προγράμματος.
Το ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης στο Ιράν έχει αποτελέσει εδώ και καιρό τη βασική εισήγηση κυρίως στρατιωτικών κύκλων στο Ισραήλ. Αντίστοιχα τον Μάιο – Ιούνιο του 2010 ήταν προγραμματισμένη στο Αιγαίο η πραγματοποίηση κοινής στρατιωτικής άσκησης με την κωδική ονομασία «Μίνωας», η οποία αναβλήθηκε εξαιτίας των γεγονότων που σημειώθηκαν στη θαλάσσια περιοχή ανοικτά της Γάζας στις 31 Μαΐου 2010. Δεδομένης της άρνησης της Άγκυρας να επιτρέπει στην ισραηλινή πολεμική αεροπορία την πραγματοποίηση κοινών ασκήσεων της τουρκικής με την ισραηλινή αεροπορία στον εναέριο χώρο της Τουρκίας, η ευκαιρία που δίνεται στην Αθήνα να αναβαθμίσει την στρατηγική της συνεργασία με το Ισραήλ είναι μεγάλη.
Τον Δεκέμβριο του 2010 ο πρωθυπουργός της Ελλάδας κ. Γιώργος Παπανδρέου συναντήθηκε μυστικά με τον υπουργό Εξωτερικών του Ισραήλ κ. Άβιγκντορ Λίμπερμαν και η συγκεκριμένη συνάντηση μόνο τυχαία δεν υπήρξε. Το ίδιο χρονικό διάστημα η μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα της Τουρκίας Hurriyet πραγματοποιούσε αναφορά στην αναβάθμιση της στρατιωτικής συνεργασίας ανάμεσα στην Ελλάδα και στο Ισραήλ με αφορμή την επίσκεψη του αντιναύαρχου κ. Γιώργου Καραμαλίκη.
Οι σχέσεις Ελλάδας και Ισραήλ, εγκαινιάστηκαν επί της ουσίας το έτος 1994 με τη Συμφωνία Αμυντικοτεχνικής Συνεργασίας, οι οποίες ανανεώθηκαν το 1999 και το 2005. Η προσέγγιση είχε δημιουργήσει σκεπτικισμό στην Άγκυρα, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα το 1996 η Τουρκία να υπογράψει με το Ισραήλ οκτώ πολιτικοστρατιωτικές συμφωνίες, οι οποίες αποτέλεσαν την βάση για ευρύτατη στρατιωτική συνεργασία ανάμεσα στις δύο χώρες η οποία προσέλαβε χαρακτηριστικά συγκρότησης στρατηγικού άξονα Άγκυρας – Τέλ Αβίβ για περισσότερο από δέκα χρόνια.
Η σφοδρή κρίση στις σχέσεις Τουρκίας – Ισραήλ και η ένταση του θερμού κλίματος ανάμεσα στις δύο πλευρές μετά τα αιματηρά γεγονότα της 31ης Μαΐου και την απόφαση της Άγκυρας να πραγματοποιήσει ανοικτά της Γάζας τη στρατιωτική άσκηση «Caner Gönyeli» το χρονικό διάστημα 14-17 Ιουνίου με τη συμμετοχή μιας φρεγάτας, μια κορβέτας και ενός πλοίου της Ακτοφυλακής των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, όπως επίσης και μια ομάδα από άνδρες των δυνάμεων υποθαλάσσιων καταδρομών (SAT) συνιστούν πλήρη ανατροπή του status που επικρατεί τις τελευταίες δεκαετίες στις σχέσεις Ισραήλ – Τουρκίας. Σήμερα σε πολύ σοβαρούς κύκλους, σε δεξαμενές σκέψης και πολιτικά πρόσωπα δημιουργείται η αίσθηση ότι οι συνθήκες είναι ώριμες και πολύ ευνοϊκές για την προσέγγιση Ελλάδας - Κύπρου και Ισραήλ στη βάση κοινών στρατηγικών στόχων. Το ζητούμενο στην Ελλάδα είναι η ανατροπή του στερεοτύπων σύμφωνα με τα οποία το Ισραήλ συνιστά παραδοσιακό συμπαίκτη της Τουρκίας σε στρατηγικό επίπεδο με επιβλαβείς συνέπειες για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
Στην Ελλάδα και στο Ισραήλ υπάρχουν κύκλοι οι οποίοι εμφανίζονται θετικοί στο ενδεχόμενο κοινής ανάπτυξης οπλικών συστημάτων, συνεργασίας στον τομέα της Ασφάλειας, όπως συνέβη την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, μεταφοράς τεχνογνωσίας από το Ισραήλ στην Ελλάδα και αξιοποίησης των ισραηλινών δορυφορικών συστημάτων, όπως για παράδειγμα οι δορυφόροι Ofeg, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η πρόσβαση της Ελλάδας σε προηγμένες αμυντικές τεχνολογίες του Ισραήλ μπορεί να εξασφαλίσει αμυντική υπεροχή έναντι της Τουρκίας.
Ο άξονας, όμως, Ελλάδας – Ισραήλ, έχει πολύ μικρότερη σημασία χωρίς τη συμμετοχή της Κύπρου, στην οποία το Ισραήλ έχει μεγάλα στρατηγικής σημασίας, γεωπολιτικά, γεωοικονομικά, γεωστρατηγικά, οικονομικά και ενεργειακά συμφέροντα. Τελευταία, μάλιστα, πολύς λόγος έχει γίνει σχετικά με το ενδεχόμενο ύπαρξης κοιτασμάτων πετρελαίου στην περιοχή του Καστελόριζου και μόνιμη επιδίωξη της Άγκυρας είναι να τεθούν εμπόδια στην επικοινωνία των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών Ελλάδας και η Κύπρου στη συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή, όπου δεν αποκλείεται στο μέλλον να εμπλακούν πολυεθνικά συμφέροντα τα οποία θα περιορίσουν τις αξιώσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο.
Η σημασία της Κύπρου για το αμερικανο-ισραηλινό, ευρύτερα, σύμπλεγμα συμφερόντων είναι εξαιρετικά μεγάλη, ανεξάρτητα από τις επιπλοκές που μπορεί να παρατηρούνται κατά περιόδους στις αμερικανο-ισραηλινές σχέσεις. Η Ελλάδα ως «παίκτης» στο αμερικανο-ισραηλινό σύμπλεγμα συμφερόντων μπορεί να ενισχύσει τη θέση της.
Ταυτόχρονα ισχυροί πολιτικοί, οικονομικοί και στρατιωτικοί κύκλοι στο Ισραήλ, αντιμετωπίζουν την Κύπρο ως γεωγραφική και γεωλογική συνέχεια του κράτους του Ισραήλ. Στην Κύπρο υπάρχουν σημαντικά συμφέροντα πετρελαϊκών εταιρειών, όπως της βρετανική BP,της Ολλανδο-βρετανικής Shell και της Chevron. Το Ισραήλ έχει λόγους να επιδιώκει την σταθερότητα στην Κύπρο, αφού προωθούνται ενεργειακές συμφωνίες, όπως για παράδειγμα της κατασκευής αγωγού από το Τσεϊχάν , που θα καταλήγει στο Ασκιελόν του Ισραήλ και θα έχει ως ενδιάμεσο σταθμό την χερσόνησο της Καρπασίας στην Κύπρο. Εκτός αυτού το Ισραήλ είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος επενδυτής, μετά την Τουρκία, στα Κατεχόμενα της Κύπρου, οπότε η Κύπρος αποτελεί ισχυρή επενδυτική βάση για το Ισραήλ. Δεν είναι τυχαίο επίσης, ότι μετά τα γεγονότα της 31ης Μαΐου Ισραηλινοί ακτιβιστές γνωστοποίησαν την πρόθεσή τους να διαμαρτυρηθούν για την παρουσία τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων στο βόρειο τμήμα του νησιού μέσω νηοπομπής με κατεύθυνση την Κύπρο, σε μια πρωτοβουλία που στόχο είχε να αποκαλύψει την υποκρισία της Άγκυρας.