Του Πάνου Ευαγγελόπουλου
Διδάκτορα Οικονομικών του Πανεπιστημίου Αθηνών

Copyright: Panos Evangelopoulos on line
Σημείωση: Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 9-9-2008, στην οικονομική εφημερίδα ΚΕΡΔΟΣ.

Από την αρχή της μεταπολίτευσης, σχεδόν όλες οι Ελληνικές κυβερνήσεις, εμφανίζονται εμπνεόμενες από έναν φορολογικό οίστρο, ο οποίος πηγάζει από την οδυνηρή πλάνη ότι θα μας οδηγήσει στην αποτελεσματική και τελεσίδικη αντιμετώπιση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Όμως η πραγματικότητα διαψεύδει οικτρά και μάλιστα επαναλαμβανόμενα τους μεγάλους αρχιτέκτονες των φορολογικών εκστρατειών του πρόσφατου Ελληνικού οικονομικού βίου και είναι να απορεί κανείς πως Έλληνες πολιτικοί και ιδίως οικονομολόγοι, παγιδεύονται στη μονομανή αύξηση των εσόδων όταν οι δαπάνες αυξάνονται ασυγκράτητα σπάζοντας κάθε λογικό άνω φράγμα.

Στη δεκαετία του ’70 εν μέσω της παγκόσμιας κρίσης και του στασιμοπληθωρισμού ανεχτήκαμε τα βαριά μέτρα λιτότητας, τα ανώτατα περιθώρια κέρδους, τις ελεγχόμενες πάσης φύσεως τιμές, τις διοικητικές και γραφειοκρατικές ρυθμίσεις, τις κρατικοποιήσεις. Τον κρατικό πατερναλισμό σε όλο του το μεγαλείο! Στη δεκαετία του ’80 διακριθήκαμε για το δημοσιονομικό μας εκτροχιασμό σε όλο του το εύρος! Τίποτα δεν μας συνέτιζε. Ούτε οι διαδοχικές υποτιμήσεις του εθνικού μας νομίσματος, ούτε οι έκτακτες εισφορές επί των κερδών, ούτε η βαρύτατη φορολογία, ούτε η εκτίναξη του χρέους, ούτε οι διοικητικοί περιορισμοί των εισαγωγών και η δραστική συρρίκνωση του εμπορίου. Μας έκανε περήφανους η κρατική γιγάντωση και η μικροαστική νιρβάνα της μονιμότητας, του μισθού που αποκτάται χωρίς κόπο και χωρίς ευθύνες με πλήρη εξασφάλιση και εγγύηση του δημοσίου.

Στη στροφή της αλλαγής των δεκαετιών του ’80 με του ’90, έγινε κάτι το αξεπέραστο, ακόμη και για τα βεβαρυμμένα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας μας. Τόσο στη συγκυβέρνηση αλλά κυρίως στην οικουμενική, όλα τα κόμματα το καθένα από τα υπουργεία που ήλεγχε, επιδίδονταν σε έναν πρωταθλητισμό δαπανών. Η φυσιογνωμία του τότε πρωθυπουργού και σοφού οικονομολόγου ακαδημαϊκού Ξενοφώντα Ζολώτα είχε χλομιάσει όχι από την ηλικία του αλλά από το μέγεθος της οικουμενικής Ελληνικής δημοσιονομικής κραιπάλης. Το συντομότατο φιλελεύθερο διάλειμμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη των αρχών της δεκαετίας του ’90 προσπάθησε να εξορθολογήσει τα δημόσια οικονομικά. Πρότεινε τη μείωση του μεγέθους του κράτους και μάλιστα στο σκληρό του πυρήνα, προβάλλοντας την αρχή της πρόσληψης του ενός στη συνταξιοδότηση δύο αλλά και την εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση των κρατικών δραστηριοτήτων. Παρ’ όλα αυτά η ασθενής του κοινοβουλευτική ισχύς και η έλλειψη ομοψυχίας επί των αρχών, οδήγησε σε πρόωρη πτώση τη κυβέρνηση Μητσοτάκη για μια ιδιωτικοποίηση για την οποία ψηφίστηκε από τον λαό για να την κάνει. Όλα αυτά πρέπει να μας νουθετούν σήμερα για τις πολιτικές μας πράξεις όπως τότε ο έκτακτα επιβαλλόμενος βαρύτατος φόρος της βενζίνης που ενώ υπολογιζόταν ότι θα δημιουργήσει για πρώτη φορά πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα όχι μόνο δεν καλυτέρευσε τα δημόσια οικονομικά αλλά αντίθετα είχε και δυσμενέστατες επιπτώσεις στον πληθωρισμό ενώ δυναμίτισε και δυσφήμισε την πολιτική απελευθέρωσης των τιμών.

Η Ελληνική μεταπολιτευτική οικονομική πολιτική είναι μία ιστορία επαναλαμβανόμενων λαθών που εδράζονται στον άκριτα επιδεικνυόμενο φορολογικό οίστρο και στη πλάνη ότι η άσκηση του θα βελτιώσει τις δημοσιονομικές μας ανισορροπίες. Πάνω σ’ αυτή τη λογική εισήχθησαν τα αντιλαϊκά, άδικα και ανορθολογικά εκσυγχρονιστικά αντικειμενικά κριτήρια φορολόγησης, τα οποία ενώ βοήθησαν στην ανόρθωση των εσόδων και στην ένταξη μας στην ΟΝΕ, δεν ήσαν αρκετά ακόμη και αυτά και πριν καταργηθούν για να χρηματοδοτήσουν τον Αρμαγεδώνα των κρατικών δαπανών και παροχών και την εξυπηρέτηση του δυσθεώρητου δημοσίου χρέους. Έτσι φτάσαμε στο παράδοξο η ΝΔ, που επαγγέλλονταν τη μείωση της φορολογίας, να ξεκινά τη θητεία της με αύξηση των φόρων. Η αλήθεια είναι ότι ακολούθησε μία φορολογική νηνεμία που συνοδεύτηκε με σταδιακή αλλά σημαντικότατη μείωση των φορολογικών συντελεστών που μαζί με κρίσιμες επιτυχημένες ιδιωτικοποιήσεις, οδήγησαν σε άνθηση της Ελληνικής οικονομίας, αναπτέρωση των επιχειρηματικών προσδοκιών, σημαντικότατη ταυτόχρονη αύξηση των επενδύσεων, της κατανάλωσης και του ΑΕΠ αλλά και κυρίως άνοιγμα των Ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές που προσέδωσε στην οικονομία μας για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά επιθετικά εξωστρεφή χαρακτήρα.

Όμως τα καλά νέα στη χώρα μας διαρκούν λίγο. Οι δαπάνες ποτέ δεν τιθασεύτηκαν, το δημόσιο χρέος εκτοξεύτηκε στο ποσό ρεκόρ των 250 δις ευρώ και μπροστά στον κίνδυνο να βρεθούμε εντός μιας νέας δημοσιονομικής Ευρωπαϊκής επιτήρησης, ο υπουργός οικονομικών έπρεπε ακόμη μία φορά να ανέβει το Γολγοθά των φόρων. Αυτή τη φορά μάλιστα το έκανε με τραγικότερο τρόπο. Ήρθε σε αντίθεση με την κεντρική του πολιτική ιδέα ότι μία ευνομούμενη δημοκρατική πολιτεία απολαμβάνει γενικά ήπιας φορολόγησης στα μεσαία στρώματα και πολύ χαμηλής έως μηδενικής στα ασθενή. Δεν έφθανε όμως μόνο αυτό αλλά με την υπερφορολόγηση των μερισμάτων, ασπάστηκε την προγραμματική αρχή του ΠΑΣΟΚ για επαχθέστερη φορολόγηση των διανεμόμενων κερδών. Ειδικά αυτό θα το αποκαλούσα copy and paste! Ίσως λίγο πλέον απέχουμε από τη βαθιά φιλοσοφική σοσιαλιστική αρχή ότι φορολογείται και ο αέρας. Εξ άλλου η φορολόγηση της υπεραξίας των μετοχών και των stock options αυτό υποδηλώνει.

Επιχειρήματα ότι τα μερίσματα ήδη φορολογούνται με 25% και ότι οδηγούνται στο βαρύτατο 35%, δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν. Τι αλήθεια πρεσβεύουν τα μερίσματα για να αντιμετωπίζουν σήμερα μία από τις πιο βαριές φορολογίες? Ποιο είναι το μιαρό των μερισμάτων? Συνήθως προκύπτουν από τις πιο καλά ελεγχόμενες εταιρείες τις ΑΕ και αποτελούν το τελευταίο πολύ μικρό υπόλοιπο που απομένει μετά από όλες τις επιβαρύνσεις, λειτουργικές, φορολογικές, κοινωνικές και άλλες. Υπάρχουν μάλιστα αρκετές χρονιές που ούτε καν διανέμεται. Η υπερφορολόγηση των μερισμάτων είναι νοσηρή και ολοκληρωτικά λανθασμένη. Δίνουμε λάθος σήμα σε όλους τους επενδυτές που ανοίχθηκαν τα τελευταία χρόνια στα πέλαγα της Ελληνικής οικονομίας αλλά κυρίως υπονομεύουμε την ιδέα του λαϊκού καπιταλισμού που θέλει τον πολίτη να πρωτοστατεί στο χρηματιστήριο μακροχρόνια, συμμετέχοντας άμεσα στην ιδέα της εταιρικής ιδιοκτησίας, έχοντας ως ελάχιστη απολαβή ένα σταθερό και ηπίως φορολογούμενο μέρισμα.

Το ίδιο ισχύει και για την υπεραξία. Μετά την κατακρήμνιση των μετοχικών αξιών στη στροφή του αιώνα αλλά και την καθίζηση του σήμερα μέσα μόλις σε επτά χρόνια, με ποιο πολιτικό ηθικό σθένος πάμε να φορολογήσουμε τις όποιες υπεραξίες σχηματισθούν μετά την 1-1-2009? Ποιο είναι το περιθώριο κινδύνου που καλούμε τους επενδυτές να αναλάβουν και να φέρουν τα κεφάλαια τους στο ΧΑΑ όταν προκαταβολικά τους λέμε ότι το μόνο βέβαιο είναι η φορολόγηση σας. Η αγορά μας χειμάζεται και ο τζίρος της είναι μηδαμινός ενώ διεθνείς ανταγωνιστικές πλατφόρμες συναλλαγών μαζί με τις άλλες εθνικές χρηματιστηριακές οργανωμένες αγορές, ορέγονται να αρπάξουν και το τελευταίο φιλέτο της Ελληνικής επιχειρηματικότητας. Ενώπιον αυτής της σκληρής και αδήριτης πραγματικότητας είναι αδιανόητο να προχωρούμε σε φορολόγηση της υπεραξίας από την αγοραπωλησία μετοχών.

Τέλος θα είμαι ένας από τους ελάχιστους που θα υπερασπισθώ την ελευθερία των stock options. Όταν μία ηγετική ομάδα, διευθυντών και ανώτερων στελεχών, παίρνει στους ώμους της μία επιχείρηση και την απογειώνει με θεαματικά κέρδη, προωθώντας καινοτομίες στην οργάνωση, την παραγωγή και τη διάθεση τότε οι μετοχές που θα λάβουν οι πρωταγωνιστές αυτής της θαυμάσιας προσπάθειας, είναι ηθικά μεμπτό να φορολογηθούν και να μοιράσουν την δική τους επιτυχία με την κρατική γραφειοκρατία. Εάν θέλουμε να έχουμε αποδοτικές επιχειρήσεις που να διευθύνονται από ικανά στελέχη, δεν πρέπει να φορολογήσουμε τα stock options, διαφορετικά θα πάνε σε άλλες χώρες και εμείς θα απογυμνωθούμε από πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό. Βέβαια στην αγορά παρατηρείται μία καταχρηστική συμπεριφορά σε μερικές των περιπτώσεων στην άσκηση των stock options. Αλλά σ’ αυτή τη περίπτωση η μόνη υπεύθυνη για τον έλεγχο είναι η Γ.Σ. των μετόχων αλλά και η ίδια η αγορά. Στη περίπτωση που κάποια άπληστα επιτυχημένα στελέχη θελήσουν να κανιβαλίσουν στη μετοχή που ανέδειξαν, η ίδια η αγορά θα την απαξιώσει.

Εν κατακλείδι οι φορολογίες που προωθήθηκαν μόνο δυσοίωνες προοπτικές μπορούν να επιφέρουν. Εάν μάλιστα δεν σταματήσει καθοριστικά ο ξέφρενος ρυθμός αύξησης των κρατικών δαπανών, ακόμη και αυτοί οι δυσβάστακτοι φόροι θα είναι λίγοι για την αντιμετώπιση της νέας επερχόμενης δημοσιονομικής κρίσης. Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας κ. Γιώργος Αλογοσκούφης είναι ένας βαθύτατα προσηλωμένος φιλελεύθερος πολιτικός. Αυτός είναι εξ άλλου ο λόγος της συνέχισης της μείωσης των φορολογικών συντελεστών στο 20% το 2014. Αλλά ποιος μας εγγυάται ότι θα είναι τότε στην ίδια θέση για να υπερασπισθεί την πολιτική του και κυρίως αν το 2014 το χρέος έχει ξεπεράσει τα 300 δις., ποιος θα πολεμήσει την κρατικιστική φρενίτιδα και ποιος δεν θα μας καλέσει για νέα πιο δυσβάστακτη φορολογία. Οι Έλληνες σήμερα δεν θέλουν τον υπουργό οικονομίας ούτε μουζίκο ούτε τσάρο ενός κράτους Λεβιάθαν αλλά αιρετό στρατηγό της Δημοκρατίας που να απελευθερώνει τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας με λιγότερους φόρους και ακμάζοντα κέρδη.


We use cookies

We use cookies on our website. Some of them are essential for the operation of the site, while others help us to improve this site and the user experience (tracking cookies). You can decide for yourself whether you want to allow cookies or not. Please note that if you reject them, you may not be able to use all the functionalities of the site.